- ἐξορθιάζων
- ἐξορθιάζωlift up the voicepres part act masc nom sgἐξορθιάζωlift up the voicepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀξορθιάζων — ἐξορθιάζων , ἐξορθιάζω lift up the voice pres part act masc nom sg ἐξορθιάζων , ἐξορθιάζω lift up the voice pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξορθιάζω — ἐξορθιάζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω 2. φρ. «ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ» με σηκωμένο το πέος (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορθιάζω «φωνάζω με οξεία φωνή» (< όρθιος < ορθός)] … Dictionary of Greek